- ενιαχή
- ἐνιαχῇ (Α)επίρρ.1. τοπ. σε μερικά μέρη2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα τού ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή*, πολλαχού*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνιαχῆ — in some places indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιαχῇ — ἐν ἀχέω 2 pres subj act 3rd sg ἐνιᾱχῇ , ἐν ἠχέω sound pres subj mp 2nd sg (doric) ἐνιᾱχῇ , ἐν ἠχέω sound pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἐνιᾱχῇ , ἐν ἠχέω sound pres subj act 3rd sg (doric) ἐν ἰαχέω cry pres subj mp 2nd sg ἐν ἰαχέω cry pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)